- ραδιοτηλέγραφος
- ο, Ν(τηλεπικοιν.) τηλεγραφική συσκευή η οποία λειτουργεί με ραδιοφωνικά, δηλαδή ηλεκτρομαγνητικά, κύματα και χρησιμοποιεί τον διεθνή κώδικα Μορς ή κάποιον άλλο κώδικα, αλλ. ασύρματος τηλέγραφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. radiotelegraph (< λατ. radius «ακτίνα» + τηλέγραφος)].
Dictionary of Greek. 2013.